- πρωταγωνιστής
- ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Νο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.)νεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) ηθοποιός που ερμηνεύει έναν από τους πρωτεύοντες ρόλους θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου2. μτφ. το πρόσωπο που θεωρείται σπουδαιότερο ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει μεγάλη ή τη μεγαλύτερη δραστηριότητα σε μια υπόθεση, πρωτεργάτης («υπήρξε πρωταγωνιστής τών συνομιλιών για την αποκατάσταση τής ειρήνης στην περιοχή αυτή»)αρχ.1. το πρωτεύον πρόσωπο, ο αρχηγός2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) στρατιώτης που μάχεται στην πρώτη γραμμή, πρόμαχος3. μτφ. (για πράγμα) αυτός που αποτελεί το κυριότερο τμήμα ενός όλου («[ὁ Αἰσχύλος] τὸν λόγον πρωταγωνιστὴν παρεσκεύασεν»[ο Αισχύλος] έκανε τον διάλογο κυριότερο μέρος τού δράματος, Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἀγωνιστής. Ο νεοελλ. τ. τού θηλ. πρωταγωνίστρια μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.